Μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές -αν όχι η πιο συγκλονιστική- τής Ιλιάδας τού Ομήρου, είναι αυτή που περιγράφεται στην τελευταία ραψωδία (Ω) τού επικού αυτού έργου, όπου ο Πρίαμος μεταβαίνει στην σκηνή τού Αχιλλέα για να ζητήσει το πτώμα τού νεκρού του γιου, Έκτορα.
Ο γιος σου, Πρίαμε, πια λυτρώθηκε, το θέλημα σου εγίνη, κι απά στο στρώμα τώρα κοίτεται· θα τόνε ιδείς κι ατός σου ευτύς ως φέξει, κουβαλώντας τον· καιρός για δείπνο τώρα... Ομπρός λοιπόν, σεβάσμιε γέροντα, κι εμείς να φάμε τώρα, κι έχεις καιρό να κλάψεις έπειτα τον ακριβό το γιο σου, στο κάστρο ως θα τον μπάσεις᾿ κλάματα -αλλά στ᾿ αλήθεια αξίζει!

ΠΡΙΑΜΟΣ:
"Βάλε στο νου, Αχιλλέα θεόμορφε, τον κύρη το δικό σου, ενός καιρού 'μαστε, στην τελείωση των γερατιών των έρμων. Μπορεί κι αυτός απ᾿ τους γειτόνους του να τυραννιέται γύρα, κι ούτε ένα απ᾿ το κακό κι απ᾿ το άδικο διαφεντευτή δεν έχει.
Μα εκείνος, ζωντανός ακούγοντας πως είσαι, αναγαλλιάζει βαθιά στα φρένα, και νυχτόημερα τον δυναμώνει η ελπίδα, τον ακριβό του γιο πως κάποτε θα ιδεί απ την Τροία να γέρνει. Μα εγώ ο τρισάμοιρος, που αξιώθηκα τους γιους τους πιο αντρειωμένους στην Τροία να κάνω την απλόχωρη, και δε μου απόμεινε ένας!
Είχα πενήντα γιους, σαν έφτασαν οι Αργίτες εδώ πέρα· οι δεκαεννιά απ᾿ την ίδια εβγήκανε κοιλιά, τους άλλους όλους μες στο παλάτι μου τους γέννησαν άλλες γυναίκες που 'χα. Οι πιο πολλοί απ᾿ τον Άρη εχάθηκαν τον άγριο, και τον έναν, ξεχωριστό, που μου παράστεκε την Τροία και μας τους ίδιους, την πατρική του γη ως διαφέντευε, τον σκότωσες πριν λίγες μέρες, τον Έκτορα. Για χάρη του στα πλοία σας φτάνω τώρα, να τον λυτρώσω με την άμετρη την ξαγορά που φέρνω.
Έλα, σεβάσου τους αθάνατους, συμπόνεσε και μένα, τον κύρη σου, Αχιλλέα, θυμάμενος πιο αξίζω εγώ συμπόνια· τι εβάστηξα ό,τι δεν εβάστηξε κανείς θνητός στον κόσμο, του αντρούς που τους γιούς μου εσκότωσε το χέρι να φιλήσω!
ΑΧΙΛΛΕΑΣ
Άμοιρε εσύ και που ποτίστηκες πικρά φαρμάκια τόσα! Μονάχος να 'ρθεις πώς το βάσταξες στ᾿ Αργίτικα καράβια, τον άντρα ν᾿ αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου σου χάλασα; Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις! Μον᾿ έλα, στο θρονί για κάθισε, και τους καημούς μας όλους να γαληνέψουν ας αφήσουμε, κι ας καίγεται η καρδιά μας· όχι, δε βγαίνει τίποτα όφελος απ᾿ το φριχτό το κλάμα...Ο γιος σου, Πρίαμε, πια λυτρώθηκε, το θέλημα σου εγίνη, κι απά στο στρώμα τώρα κοίτεται· θα τόνε ιδείς κι ατός σου ευτύς ως φέξει, κουβαλώντας τον· καιρός για δείπνο τώρα... Ομπρός λοιπόν, σεβάσμιε γέροντα, κι εμείς να φάμε τώρα, κι έχεις καιρό να κλάψεις έπειτα τον ακριβό το γιο σου, στο κάστρο ως θα τον μπάσεις᾿ κλάματα -αλλά στ᾿ αλήθεια αξίζει!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου